- ὀξυδερκοῦς
- ὀξυδερκήςsharp-sightedmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οξυδερκώ — Ὀξυδερκώ, οῡς, ἡ (Α) επίθετο τής Αθηνάς («ἔχεται μὲν ἱερὸν Ἀθηνᾱς Ὀξυδερκοῡς», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δέρκομαι «βλέπω καλά» + κατάλ. ώ] … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
Λάρισα Αργεώτις — Η αρχαία ακρόπολη του Άργους. Βρισκόταν σε κορυφή λόφου ύψους 289 μ., όπου σώζονται πελασγικά, ρωμαϊκά και μεσαιωνικά τείχη. Υπήρχαν επίσης ναοί του Δία, της Αθηνάς, του Απόλλωνα Δειραδιώτου, της Αθηνάς Οξυδερκούς και της Ήρας. Αποτελούσε μία… … Dictionary of Greek